Από τις φυλακές στο ΕΜΠ και σήμερα αντιμέτωπος με την απέλαση

Το ανάστημα, τα φωτεινά γαλανά μάτια και η ελαφριά ξενική προφορά του προδίδουν ότι ο Ρόκας Μπαλμπιέρις πιθανότατα δεν μεγάλωσε στην Ελλάδα. Κατά τα άλλα, δεν διαφέρει σε τίποτα από τους συνομηλίκους του, εκτός ίσως από την τάση του να μην αφήνει τον χρόνο να πάει χαμένος. Οταν δεν ασχολείται με τα μαθήματα, ο τεταρτοετής φοιτητής στη Σχολή Εφαρμοσμένων Μαθηματικών και Φυσικών Επιστημών του ΕΜΠ συμμετέχει σε δύο θεατρικές ομάδες, παίζει μουσική και μπάσκετ, μαθαίνει αργεντίνικο τάνγκο και παράλληλα διατηρεί μία κανονική κοινωνική ζωή. Ονειρεύεται να συνεχίσει τις σπουδές του με ένα μεταπτυχιακό («σε κάτι “απλό”, όπως η νανοτεχνολογία ή τα λέιζερ», αστειεύεται) και ελπίζει πως θα τα καταφέρει.

Στην πραγματικότητα, η ιστορία του Ρόκας είναι κάθε άλλο παρά συνηθισμένη. Το 2009, μόλις πάτησε για πρώτη φορά το πόδι του σε ελληνικό έδαφος, ο τότε 20χρονος Λιθουανός συνελήφθη και οδηγήθηκε στο ειδικό κατάστημα κράτησης νέων Αυλώνα. Παρότι δεν είχε δει το περιεχόμενό της, γνώριζε ότι η βαλίτσα που παρέλαβε από την Τουρκία και έφερε μαζί του στη Μυτιλήνη περιείχε αρκετή ποσότητα ναρκωτικών ώστε να του εξασφαλίσει την ευκαιρία μιας καλύτερης ζωής. «Ηθελα να εγκατασταθώ στην Ολλανδία, όπου ζούσαν ήδη κάποιοι φίλοι μου. Ηξερα ότι τα πράγματα ήταν καλύτερα εκεί απ’ ό,τι στη Λιθουανία». Η κατάσταση στη χώρα του είναι τόσο άσχημη, μου εξηγεί, που από 3,7 εκατ. ο πληθυσμός της μειώθηκε σε 2,7 εκατ. τα τελευταία 15 χρόνια. «Οσοι είναι νέοι και μιλούν αγγλικά φεύγουν. Ειδικά από τότε που μπήκαμε στο ευρώ είναι χειρότερα, γιατί τα πάντα κοστίζουν πιο ακριβά αλλά οι μισθοί έχουν μείνει ίδιοι».

Ωστόσο, ο Ρόκας δεν θεωρεί τον εαυτό του θύμα των περιστάσεων και ίσως από εκεί πηγάζει μέρος της ψυχικής δύναμης, που του επέτρεψε να εξελιχθεί παρά τις αντιξοότητες. «Εκανα ένα λάθος και πλήρωσα τις συνέπειες», αναγνωρίζει. Οι πρώτες του μέρες στη φυλακή ήταν δύσκολες, καθώς δεν ήξερε ελληνικά και δεν γνώριζε κανέναν που να μπορεί να του προσφέρει τα απαραίτητα για την επιβίωση του. Σύντομα, όμως, ακολούθησε τη συμβουλή ενός Λιθουανού συγκρατούμενου του να γραφτεί στο σχολείο της φυλακής και η απόφαση αυτή έμελλε να αλλάξει ριζικά τη ζωή του. Με την υποστήριξη του διευθυντή του σχολείου Πέτρου Δαμιανού, των καθηγητών και των εθελοντών, που επιστρατεύονται για να καλύψουν τα πάγια ελλείμματα προσωπικού, ο χαρισματικός νεαρός κατάφερε όχι μόνο να μάθει ελληνικά, αλλά να τελειώσει το λύκειο και να γίνει δεκτός στο πολυτεχνείο. Μάλιστα, ενώ ήταν ακόμη κρατούμενος βραβεύθηκε από την Ελληνική Μαθηματική Εταιρεία.

«Οταν ήμουν στη Λιθουανία, δεν ήμουν πολύ καλός μαθητής γιατί δεν με ενδιέφεραν τα μαθήματα. Δεν είχα ιδέα τι ήθελα να κάνω στη ζωή μου», λέει στην «Κ». Τελικά κατάφερε να μπει στο πανεπιστήμιο, αλλά δεν εμφανιζόταν στα μαθήματα και αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη διαγραφή του. Τον Σεπτέμβριο του 2009, δύο μήνες προτού έρθει στην Ελλάδα, ο πατέρας του τον έδιωξε από το σπίτι εξοργισμένος με τη συμπεριφορά του (οι γονείς του ήταν χωρισμένοι και έμενε με τον πατέρα και τον αδελφό του).

Εντούτοις, στο διάστημα της κράτησής του ανακάλυψε πως το σχολείο ήταν «ένας τρόπος να περνάς καλύτερα τη μέρα σου», μια διέξοδος από την πληκτική καθημερινότητα της φυλακής και συγχρόνως μια ευκαιρία για τους κρατουμένους να αλλάξουν την πορεία της ζωής τους. «Ευτυχώς, δεν είχα ιδιαίτερα προβλήματα στη φυλακή. Με βοήθησε το ότι είμαι ένα κεφάλι ψηλότερος από τον μέσο Ελληνα», λέει χαμογελώντας.

Το 2013, μετά την εισαγωγή του στο πολυτεχνείο, το δικαστήριο μείωσε την ποινή του, επιτρέποντάς του να βγει με αναστολή για να σπουδάσει. Δεν πρόλαβε ωστόσο να γευθεί τη νεοαποκτηθείσα ελευθερία του: όταν πέρασε από το Τμήμα Αλλοδαπών, προέκυψε ότι είχε ακυρωθεί η δικαστική απέλασή του, όχι όμως και η αστυνομική, με αποτέλεσμα να παραμείνει κρατούμενος για άλλες δύο εβδομάδες. Η απέλαση αποφεύχθηκε προσωρινά χάρη στις ακούραστες προσπάθειες του διευθυντή του σχολείου του και άλλων «θαυμαστών» του (για την περίπτωση του ενδιαφέρθηκαν ανώτεροι δικαστικοί και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας), αλλά η οριστική απόφαση θα ληφθεί από το δικαστήριο. Μέχρι τότε, ο Ρόκας ζει στην αβεβαιότητα. «Θα ήθελα να μείνω στην Ελλάδα», παραδέχεται. Ζώντας σε ένα δωμάτιο της φοιτητικής εστίας με το μικρό επίδομα που του εξασφαλίζει η «Επάνοδος», ο 28χρονος Λιθουανός δεν είναι ακριβώς «ευνοημένος», αλλά «η φυλακή σε κάνει να εκτιμάς τα απλά πράγματα» και, προς το παρόν τουλάχιστον, θα είναι ευτυχισμένος αν απλώς του επιτραπεί να συνεχίσει τις σπουδές του. Αλλωστε, αν σήμερα βρίσκεται εδώ είναι επειδή το κέρδισε με τον αγώνα του.

Το ντοκιμαντέρ «H δεύτερη ευκαιρία» του Μενέλαου Καραμαγγιώλη για τον Ρόκας Μπαλμπιέρις προβάλλεται απόψε στις 11 μ.μ. στην ΕΡΤ1.